- ἠερόμορφος
- ἠερό-μορφος, ον, ([etym.] μορφή)A airformed,
αὖραι Id.H.81.6
, cf. 16.1.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αὖραι Id.H.81.6
, cf. 16.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηερόμορφος — ἠερόμορφος, ον (Α) αυτός που έχει μορφή αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο , ιων. τ. τού αερο (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, πολύ μορφος)] … Dictionary of Greek
μορφή — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 860 μ., 97 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου, του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τσοτιλίου. * * * η (ΑΜ μορφή, Α δωρ. τ. μορφά) 1. το πρόσωπο τού ανθρώπου, θωριά, παρουσιαστικό (α. «όποια η μορφή τέτοια και η… … Dictionary of Greek